ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΜΟΥ

ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΜΟΥ
ΔΟΚΙΜΙΟ-ΠΟΙΗΣΗ-ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

About Me

My photo
ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΗ, ΑΘΗΝΑ, Greece
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ - ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΗ ΟΜΑΔΑ ΙΔΕΟΠΝΟΟΝ

ΠΟΙΗΣΗ

ΠΟΙΗΣΗ
ΚΟΡΑΛΙΑ ΣΤΗΝ ΘΑΛΑΣΣΟΤΑΡΑΧΗ
Powered By Blogger

Η ΨΥΧΗ ΓΥΡΕΥΕΙ ΤΟ ΑΝΥΠΕΡΒΛΗΤΟ

Η ΨΥΧΗ ΓΥΡΕΥΕΙ ΤΟ ΑΝΥΠΕΡΒΛΗΤΟ

ΑΝΙΧΝΕΥΟΝΤΑΣ ΤΟ ΑΝ-ΟΙΚΕΙΟΝ

Wednesday, July 4, 2007


Αρετή Γκιωνάκη: Πεζογραφία

Σι Ελάσσονα

Το τραγούδι.
Άναψε ένα τσιγάρο. Έκανε όσο μπορούσε πιο σιγά, να μη τη ξυπνήσει.
Δεν είχε χαράξει ακόμα. Γύρισε, τη κοίταξε. Γαλήνια και απονήρευτη, συνέχιζε τα όνειρά της. Χαμογέλασε στη σκέψη του αγγίγματός της.
Σηκώθηκε και πήγε κοντά στο παράθυρο. Ανασήκωσε την κουρτίνα και κοίταξε τον έρημο δρόμο.
Το τραγούδι ήχησε μέσα του. Μέρες τώρα, έχανε τον ρυθμό εκεί, στη δεύτερη στροφή.
Του ξέφευγε η μελωδία, κάτι σαν σκισμένο χαρτί που προσπαθείς να το κολλήσεις με ταινία.
Γύρισε και την κοίταξε ξανά.
Οι γραμμές της λείες, γυαλιστερές, σαν ο χρόνος να μη την είχε αγγίξει, διαγράφονταν στο φως της νύχτας.
Πόσο ήθελε να την χαϊδέψει!
Η σκέψη του πέταξε πάλι σαν πουλί. Η συναυλία, Το φράκο το γυαλιστερό από το πέρασμα του χρόνου, τ’ άσπρα γάντια, το παπιγιόν. Όλα μια μουσική. Όλα μια βροχή.
Βροχή στο μυαλό. Προπάντων εκεί. Να πέφτει προκλητικά, να ξεπλένει, να παρασέρνει.
Μια ενθύμηση απ’ τα περασμένα χρόνια.
Ο Νίκος. Συμμαθητές στα δεκάξι.
Το τσιγάρο τέλειωσε. Άναψε άλλο.
Γύρισε, την κοίταξε. Δεν ήθελε να την ξυπνήσει. Την περίμενε κουραστική μέρα. Έπρεπε να είναι ήρεμη να αποδώσει καλύτερα.
Κι αυτό το τσιγάρο ολοκλήρωσε τον ρόλο του.
Αναστέναξε βαθιά. Ξαναγύρισε στο κρεβάτι του.
Ένιωσε να ιδρώνει κι ας ήταν προχωρημένος Νοέμβρης.
Ξάπλωσε όσο πιο ήσυχα μπορούσε.
Να μη τη ξυπνήσει. Μόνο να μη τη ξυπνήσει.
Έκλεισε τα μάτια. Η σκέψη του Νίκου ξαναγύρισε.
Η βροχή σκουριάζει τα πάντα.
Όταν βρέχει ώρες, μέρες, μήνες, όλα χάνουν το χρώμα τους, γίνονται θαμπά, γίνονται αόρατα.
Η βροχή παρασέρνει. Η μουσική δένει απόλυτα με τον ήχο της βροχής.
Μια σι ελάσσονα στης νιότης το πανηγύρι.
Ο πρώτος έρωτας. Στο γυμνάσιο αρρένων. Η απειρία οδηγεί.
Τα θέλω ανατρέπονται. Οι αισθήσεις δοκιμάζονται. Το ανήθικο κυρίαρχος του ηθικού.
Όλα παίρνουν το δρόμο τους. Το πρώτο σκάλωμα, στη σι ελάσσονα.
Ο Νίκος με κοντό παντελόνι στο γυμνάσιο.
Ο Κώστας με τζιν στο πανεπιστήμιο.
Ο Λάμπρος με στολή αγγαρείας στο στρατό.
Όλα μια σι ελάσσονα σε μικρές παραλλαγές.
Η ματιά του έπεσε πάνω της. Ασάλευτη στην απόλυτη ηρεμία της νύχτας, ολόκληρη μια νότα σι ελάσσονα.
Οι γραμμές της, ax, οι γραμμές της. Πόσο τον είχαν γοητεύσει χρόνια πριν.
Η συναυλία αύριο και μετά θα φύγει. Θα φύγει, θα την πάρει μαζί του.
Να ξεκουραστούν, να ηρεμήσουν, να βρει η σι ελάσσονα τον ρυθμό της.
Ο Νίκος! Τι τυραννία απόψε η μορφή του.
Στη σοφίτα με το σπασμένο παντζούρι, τις στοίβες των βιβλίων, τα σκονισμένα κιβώτια με όλα τα πράγματα της γιαγιάς.
Η πρώτη φορά είναι δύσκολη. Ποτέ δε ξεχνιέται.
Κι εκείνη εκεί.
Πάντα παρούσα, με τις καμπύλες της να του θολώνει τη σκέψη, να του ανεβάζει τους παλμούς, να τον κάνει να χάνει τη σι ελάσσονα.
Πάντα στην αγκαλιά του, να ανταποκρίνεται με περίσσια ηδονή στο τρυφερό άγγιγμά του.
Η βροχή στο μυαλό η σκουριά στη ψυχή. Θέλει να αφεθεί.
Εξήντα χρόνια στοιβαγμένα σε μια σκουριασμένη ψυχή.
Το κονσέρτο στο Κάρνεγκυ Χολ, γεγονός σημαντικό.
Σκηνές από το ίδιο έργο. Εκείνη αστραφτερή, ελκυστική, να λάμπει ολόκληρη κάτω από το φως των πολυελαίων.
Εκείνος ψηλός, σοβαρός, ντυμένος το παλιό του γυαλιστερό φράκο, τ’ άσπρα γάντια, το παπιγιόν.
Σαν τη παίρνει αγκαλιά, νοιώθει την ανατριχίλα της.
Θέλει απόψε να την χαϊδέψει λίγο παραπάνω. Θέλει να την κάνει να σκιρτήσει στο τρυφερό άγγιγμά του. Θέλει να την κάνει να αφήσει κραυγές ηδονής, ανάκατες με τον ήχο της βροχής.
Τι όμορφη που είναι, κι είναι μόνο δική του!
Η μουσική, η σι ελάσσονα.
Ο κόσμος παραληρεί. Χειροκροτεί με πάθος.
Ο μαέστρος με υποκλίσεις δίνει το στίγμα.
Η σι ελάσσονα παραμένει σταθερά φάλτσα.
Ο Νίκος, ο Κώστας, ο Λάμπρος.
Θεατές παλιοί, ηθοποιοί, κομπάρσοι.
Η βροχή ξεπλένει, παρασέρνει, φέρνει σκουριά στη ψυχή.
Εκείνη αστραφτερή πάντα, αφημένη στα λάγνα χάδια του, ερωτευμένη μαζί του ακόμα.
Εκείνος μικρό αγόρι με κοντά παντελόνια στη σοφίτα, με το σπασμένο παντζούρι, παρέα με το Νίκο.
Μοναξιά! Μούχλα! Τα παλιά όνειρα μυρίζουν μοναξιά, μυρίζουν μούχλα. Μετά τη συναυλία θα εγκαταλείψει οριστικά!
Θα πάρει την αγαπημένη του και θα φύγουν.
Προς άγνωστο προορισμό, να νιώσουν πως χάνονται μέσα στο πλήθος.
Με μάτια θλιμμένα, κίτρινα σαν ξερόφυλλα. Θα φύγουν μαζί!
Αυτό το όργανο, ολόκληρη η ζωή του. Η πόρνη του, η γυναίκα του, ο Νίκος, ο Κώστας, ο Λάμπρος, όλοι και όλα.
Απόψε μετά τη συναυλία θα φύγουν.
Το κοντραμπάσο του κι αυτός, μοναχικοί ταξιδιώτες, με μουσική να χάνει στη σι ελάσσονα, και με βροχή που θα ξεπλένει γύρω της τα πάντα.

Πένθιμη μουσική
Αναταράζει
Την εντός μου μοναξιά

Copyright©Αρετή Γκιωνάκη

No comments:

Post a Comment

Note: Only a member of this blog may post a comment.

Blog Archive

ΑΝΙΧΝΕΥΟΝΤΑΣ ΤΟ ΑΝ-ΟΙΚΕΙΟΝ

  • ΠΟΙΗΣΗ - ΑΡΕΤΗ ΓΚΙΩΝΑΚΗ
Powered By Blogger