Ξεκλείδωσε δισταχτικά τη σκοτεινή του κάμαρα
να δοκιμάσει ακόμα μια φορά τι ήχο θα κάνανε τα βήματά του
πάνου στα κάτασπρα λιθόστρωτα της μέρας.
Όλοι τον πρόσμεναν να βγει απ' την πόρτα του ήλιου.
Φόρεσε μια χρυσή μασέλα φως
και πάσκισε ν' αποστηθίσει λίγα πράσινα φύλλα
μα τόνιωσε πως έτσι πιο πολύ δειχνόταν το άδειο στόμα του,
γι' αυτό δε μίλησε ούτε χαμογέλασε.
Οι άλλοι άκουγαν τις ζητωκραυγές τους.
Δεν άκουσαν καθόλου πως δε μίλησε.
Τότε έσκυψε, πήρε μια πέτρα και κυνήγησε
το τελευταίο πιστό σκυλί που τον ακολουθούσε.
Οι άνθρωποι τον σηκώσανε στους ώμους τους, μέσα στον ήλιο.
Κ' έτσι όπως είταν πάνω απ' τα κεφάλια τους
κανένας δεν τον έβλεπε που έκλαιγε.
να δοκιμάσει ακόμα μια φορά τι ήχο θα κάνανε τα βήματά του
πάνου στα κάτασπρα λιθόστρωτα της μέρας.
Όλοι τον πρόσμεναν να βγει απ' την πόρτα του ήλιου.
Φόρεσε μια χρυσή μασέλα φως
και πάσκισε ν' αποστηθίσει λίγα πράσινα φύλλα
μα τόνιωσε πως έτσι πιο πολύ δειχνόταν το άδειο στόμα του,
γι' αυτό δε μίλησε ούτε χαμογέλασε.
Οι άλλοι άκουγαν τις ζητωκραυγές τους.
Δεν άκουσαν καθόλου πως δε μίλησε.
Τότε έσκυψε, πήρε μια πέτρα και κυνήγησε
το τελευταίο πιστό σκυλί που τον ακολουθούσε.
Οι άνθρωποι τον σηκώσανε στους ώμους τους, μέσα στον ήλιο.
Κ' έτσι όπως είταν πάνω απ' τα κεφάλια τους
κανένας δεν τον έβλεπε που έκλαιγε.
No comments:
Post a Comment
Note: Only a member of this blog may post a comment.